- μοριοσανίδα
- ησυν. στον πληθ. οι μοριοσανίδεςξυλόπλακες που παράγονται βιομηχανικά με συγκόλληση λεπτών ξυλοτεμαχιδίων, τα οποία συγκολλούνται σε στερεό υλικό ύστερα από ανάμιξή τους με συνδετικές ύλες και την επενέργεια ισχυρής πίεσης υπό υψηλή θερμοκρασία.
Dictionary of Greek. 2013.